σάλιωμα

σάλιωμα
το смачивание слюной

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σάλιωμα" в других словарях:

  • σάλιωμα — το, ατος επάλειψη ή ύγρανση με σάλιο: Το γραμματόσημο θέλει σάλιωμα για να κολλήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάλιωμα — το, Ν [σαλιώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαλιώνω, η επάλειψη επιφάνειας με σάλιο …   Dictionary of Greek

  • σιάλωση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιαλώνω, η επάλειψη με σάλιο, σάλιωμα 2. φυσιολ. η έκκριση σάλιου και η διαβροχή με αυτό τών τροφών κατά τη μάσηση, η οποία αποτελεί και την πρώτη φάση τής πέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαλώνω. Η λ., στον λόγιο τ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»